- ματόφρυδο
- τό1) бровь и глаз (вместе); 2) бровь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ματόφρυδο — το 1. το φρύδι 2. συν. στον πληθ. τα ματόφρυδα φρύδια και μάτια μαζί ως σύνολο («τα σμικτά ματόφρυδά του δίνουν αυστηρή έκφραση στο πρόσωπό του») … Dictionary of Greek
ματόφρυδο — το το μάτι και το φρύδι μαζί: Έχει εντυπωσιακά ματόφρυδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)